Νταβός

Νταβός
(Davos). Πόλη (10.400 κάτ. το 1987) της Ελβετίας, στο καντόνι Γκραουμπίντεν. Αποτελείται από δύο κέντρα: το Ν. - Ντορφ και το Ν. - Πλατς. Βρίσκεται στην κοιλάδα Λαντβάσερ, σε απόσταση 22 χλμ. από την πρωτεύουσα του Γκραουμπίντεν Χουρ. Χάρη στο υγιεινό κλίμα της η πόλη είναι κέντρο σανατορίων, αλλά και διεθνές κέντρο παραθερισμού και χειμερινών σπορ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κίρχνερ, Ερνστ Λούντβιχ — (Ludwig Ernst Kirchner, Άαφενμπαχ, Βαυαρία 1880 – Νταβός, Ελβετία 1938). Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης. Σπούδασε στη Δρέσδη (1901 4), στην εθνογραφική σχολή του Τσβίνγκερ, την τέχνη των νησιών του Ειρηνικού και μελέτησε με πάθος τη γερμανική… …   Dictionary of Greek

  • κρεβάτι — Έπιπλο πάνω στο οποίο κοιμάται ή αναπαύεται κάποιος. Το κ. αποτελείται από ένα μεταλλικό ή ξύλινο πλαίσιο, στηριζόμενο συνήθως σε τέσσερα πόδια, στο οποίο προσαρμόζεται ένα πλέγμα (σούστα) –μεταλλικό κατά κύριο λόγο– που αποτελεί και τη βάση του… …   Dictionary of Greek

  • πατινάζ — Άθλημα που διεξάγεται με παγοπέδιλα σε παγωμένες επιφάνειες ή με τροχοπέδιλα σε πίστες από τσιμέντο, από ξύλο ή ακόμα και στο δρόμο. π. στον πάγο ή παγοδρομία. Προήλθε από έναν τρόπο μετακίνησης των λαών του Βορά, που, υποχρεωμένοι να διανύουν… …   Dictionary of Greek

  • χιόνι — Χαρακτηριστικό στερεό ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα, που αποτελείται από συσσωρεύσεις παγοκρυστάλλων, οι οποίοι, με παρουσία πυρήνων συμπύκνωσης, σχηματίζονται στο εσωτερικό ενός νέφους εξαιτίας της παγοποίησης των υδροσταγονιδίων που το αποτελούν ή …   Dictionary of Greek

  • Βαν Ντέσμπουργκ, Τέο — (Theo Van Doesburg, Ουτρέχτη 1883 – Νταβός 1931). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ολλανδού αρχιτέκτονα, ποιητή και ζωγράφου Κρίστιαν Κέπερ (Christian Kuepper). Το 1917, μαζί με τον ζωγράφο Μοντριάν και τον αρχιτέκτονα Ουντ ίδρυσε την ομάδα Ντε Στιλ… …   Dictionary of Greek

  • Δερτούζος, Μιχάλης — (Αθήνα 1936 – Μασαχουσέτη 2001). Ηλεκτρολόγος μηχανικός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Αποφοίτησε από το Κολέγιο Αθηνών και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ, όπου φοίτησε στο πανεπιστήμιο ΜΙΤ της Μασαχουσέτης. Απέκτησε τον διδακτορικό του… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Παπανδρέου, Ανδρέας — (Χίος 1919 – Αθήνα 1996). Πολιτικός και οικονομολόγος. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και οικονομικά στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Ειδικεύτηκε στην οικονομική θεωρία και μέθοδο, βιομηχανική θεωρία και μέθοδο οικονομικής πολιτικής… …   Dictionary of Greek

  • Φλέκερ, Τζέιμς Έλροϊ — (Flecker, Λονδίνο 1884 – Νταβός 1915). Άγγλος ποιητής. Η ζωή του ήταν μια διαρκής πάλη ενάντια στην αρρώστια. Χρημάτισε πρόξενος της χώρας του στην Ελλάδα και στη Μέση Ανατολή, απ’ όπου άντλησε τα ποιητικά του θέματα. Δημοσίευσε τη συλλογή… …   Dictionary of Greek

  • ВЕЛИКАЯ ЛАВРА — Великая Лавра[греч. Μεγίστη Λαύρα τοῦ ἁγίου ᾿Αθανασίου], муж. общежительный, древнейший из существующих мон рей на горе Афон. Первоначально был посвящен Благовещению Божией Матери, в XV в. переименован в честь прп. Афанасия Афонского (ок. 925/30… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”